-
1 ход
1. (движение) η κίνηση, η πορείαво время - а судна мор. κατά την πορεία του σκάφουςна - у мор. σε πορεία, εν πλω- όπισθεν- ανάποδα2. (пере-мещение механизма) η διαδρομή, η μετακίνηση 3. (работа, эксплуатация) η κίνηση, η λειτουργία 4. (скорость) η ταχύτητα, η κίνησηполный вперед мор. - πρόσω ολοταχώςсамый малый мор. - αργάсредний мор. - ημιταχώς5. (в теплообменном аппарате) η διαδρομή 6. (место, через которое проходят) η διάβαση, η είσοδοςτο πέρασμαчёрный - η είσοδος υπηρεσίας, η πίσω πόρτα7. (развитие чего-л.) η πορείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ход
-
2 борт
-а, προθτ. о борте, на борту, πλθ. борта α.1. η πλευρά•правый борт корабля η δεξιά πλευρά του πλοίου.
2. η σπόντα του μπιλλιάρδου•бить от двух -5в χτυπώ από δυό σπόντες.
3. Ή άκρη της μπροστινής του σακακιού, παλτού κ.τ.τ.εκφρ.борт о борт – πλευρό με πλευρό, πλάι-πλάι (για πλοία)•за борт – πέρα α-πο την πλευρά, στο νερό, στη θάλασσα•за -ом остаться – μένω έξω, αποκλείομαι, απορρίπτομαι•выкинуть ή выбросить за борт – απορρίπτω σαν άχρηστο, πετώ•на -у – (ναυτ.) στο πλοίο•на -у самолета – στο αεροπλάνο•брать ή взять на борт – παίρνω στο πλοίο. -
3 спуск
-а, (-у) α.1. κατέβασμα, κατάβαση, κάθοδος• κατηφόριση•спуск в шахту κατέβασμα στο ορυχείο•
спуск флага κατέβασμα της σημαίας.
2. πτώση, απελευθέρωση•спуск курка πτώση του επικρουστήρα (όπλου).
3. καθέλκυση•корабля в воду καθέλκυση του πλοίου στα νερά.
4. ελάττωση, μείωση, λιγόστεμα•спуск воды λιγόστεμα του νερού.
5. κλίση, επικλινές μέρος• πλαγιά• κατηφόρα.6. η ουρά της σκαντά-λης.7. σελιδοθέτηση.εκφρ.не давать,дать -а (-у) – δε χαρίζω, δε συγχωρώ, δε δείχνω ε-πιε ίκεια. -
4 перегиб
η καμπυλότητα, το τσάκισμα -каната η επικαμπή/στρέβλωση του σχοινιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перегиб
-
5 вооружение
-я ουδ.εξοπλισμός, -ση, αρμάτωμα•вооружение армии εξοπλισμός του στρατού•
сокращение -ий περιορισμός των εξοπλισμών.
|| εφοδιασμός•техническое вооружение предприятия τεχνικός εξοπλισμός της επιχείρησης•
парусное вооружение корабля εφοδιασμός του πλοίου με καραβόπανα.
-
6 вставка
1. (деталь) το ένθετο (τεμάχιο/στοιχείο)цилиндрическая - (корпуса корабля) το κυλινδρικό (μέσο ή μεσαίο) τμήμα του πλοίου2. (действие) η ένθεση, η παρεμβολή 3. полигр. η παρεμβολήη προσθήκηη συμπλήρωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вставка
-
7 сокрушение
-я ουδ.1. καταστροφή• συντριβή•сокрушение корабля συντριβή πλοίου•
сокрушение врага συντριβή του εχθρού.
|| μτφ. εξουθένηση• ε-ξευτέλιση.2. μτφ. συντριβή (ψυχής, καρδιάς), θλίψη, πίκρα. -
8 корпус
корпусм1. (туловище) τό σώμα, τό κορμί·2. (корабля) τό σκάφος πλοίου·3. (здание) ἡ οίκοδομή, τό χτίριο·4. полигр. τά στοιχεία των 10 στιγμών5. воен. τό σώμα:армейский \корпус τό σώμα στρατού·6. тех. τό πλαίσιο[ν], ἡ θήκη:\корпус карманных часов ἡ μεταλλική θήκη τοῦ μηχανισμού ὠρολογίου· ◊ дипломатический \корпус τό διπλωματικόν σώμά кадетский \корпус ист. ἡ στρατιωτική σχολή. -
9 гибель
-и θ.καταστροφή, θάνατος, χαμός, όλεθρος• απώλεια•гибель помпеи η καταστροφή της Πομπηίας•
гибель самолета συντριβή του αεροπλάνου•
гибель корабля συντριβή (βύθιση) πλοίου, το ναυάγιο•
гибель надежи απώλεια των ελπίδων•
идти на верную гибель βαδίζω προς σίγουρο θάνατο, πηγαίνω πατά χαμό•
найти свою гибель βρίσκω το θάνατο μου•
трагическая гибель τραγικός θάνατος•
обречь на гибель καταδικάζω στην καταστροφή (στο χαμό).
(απλ.) πλήθος•народу гибель будет θα είναι πλήθος λαού (ανθρωποθάλασσα)•
гибель комаров στίφος κουνουπιών•
гибель денег χρήμα (παράς) μέ ουρά.
εκφρ.быть ή находиться на краю гибели – είμαι, βρίσκομαι στο χείλος της αβύσσου (της καταστροφής), στην άκρη στο γκρεμό.